- ἀναλογητικός
- ἀνα-λογητικός, zur Analogie gehörig, darnach verfahrend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αναλογητικός — ἀναλογητικός, ή, όν (Α) [ἀναλογῶ] οπαδός τής αναλογίας στη γλώσσα (βλ. αναλογικός] … Dictionary of Greek
ἀναλογητικόν — ἀναλογητικός proportional masc acc sg ἀναλογητικός proportional neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογητικοί — ἀναλογητικός proportional masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογητικοῦ — ἀναλογητικός proportional masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογητικῆς — ἀναλογητικός proportional fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)